* Δημοσιεύθηκε στο 32ο Τεύχος της "Φιλελεύθερης Έμφασης", τριμηνιαίας επιθεώρησης του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής.
«Εάν κάθε έθνος ειδικεύεται στην παραγωγή κατηγορίας αγαθών για τα οποία έχει συγκριτικό πλεονέκτημα κόστους και κατόπιν τα ανταλλάσσει με ένα άλλο έθνος, το οποίο έχει πλεονέκτημα κόστους σε μία άλλη κατηγορία αγαθών, τότε θα υπάρξει συνολικό εμπορικό κέρδος, και παράλληλα θα αυξηθεί το συνολικό εισόδημα και στις δύο χώρες». Αυτή είναι η θεωρία που ανέπτυξε ο Άγγλος οικονομολόγος Ντέιβιντ Ρικάρντο (1772-1823) σχετικά με το συγκριτικό πλεονέκτημα στο ελεύθερο εμπόριο. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, σχεδόν 200 χρόνια μετά τη διατύπωση της θεωρίας του Ρικάρντο, η ενίσχυση της εξωστρέφειας αποτελεί μονόδρομο ανάπτυξης τόσο για τα κράτη και τις επιχειρήσεις, όσο και για τα μεμονωμένα άτομα. Στην εποχή της πτώσης των διεθνών συνόρων για τα εμπορεύματα, τα κεφάλαια, αλλά και τους εργαζόμενους, απαιτείται η υιοθέτηση μιας περισσότερο εξωστρεφούς στάσης από όλους. Μιας νοοτροπίας υιοθέτησης όλων εκείνων των καινοτόμων παραγόντων που θα μπορέσουν να βελτιώσουν την ουσία, αλλά και την εικόνα των προϊόντων που παράγουμε και των υπηρεσιών που παρέχουμε. Την ουσία και την εικόνα των δυνατοτήτων μας, ως οικονομίες, επιχειρήσεις, εργαζόμενοι.
Έτσι, η εξωστρέφεια αποτελεί κρίσιμο παράγοντα, όχι μόνο, ανάπτυξης αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, και επιβίωσης μιας οικονομίας ή μιας επιχείρησης.
Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν συντελέσει αποφασιστικά εξελίξεις των τελευταίων ετών, όπως:
- Η επέκταση της χρήσης των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών,
- η απελευθέρωση του Διεθνούς Εμπορίου, και
- η είσοδος νέων αναδυόμενων αγορών σε αυτό.
Εξελίξεις, οι οποίες τα τελευταία χρόνια ουσιαστικά διαμόρφωσαν ένα νέο παγκόσμιο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τοπίο,- ανοιχτό σε αποκλεισμένες έως πρόσφατα γεωγραφικές περιοχές-, και οι οποίες σηματοδοτούν μία νέα περίοδο παγκόσμιας ανάπτυξης. Σε αυτό το πλαίσιο, οφείλουμε να βλέπουμε, όχι μόνο τις προκλήσεις και τους κινδύνους, αλλά και τις ευκαιρίες για νέους δρόμους ανάπτυξης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Κίνας και της Νοτιανατολικής Ασίας. Όταν η Κίνα προσχώρησε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, όλα τα γειτονικά σε αυτή κράτη (αναπτυσσόμενα ως επί το πλείστον) φοβήθηκαν ότι θα χάσουν σημαντικό μερίδιο σε Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ), με το σκεπτικό ότι όλες αυτές πλέον θα κατευθύνονταν προς τον «Κόκκινο Δράκο». Ωστόσο αυτό δεν συνέβη, γιατί η ανάπτυξη της Κίνας λειτούργησε συμπληρωματικά και για τις γειτονικές σε αυτή χώρες. Συγκεκριμένα, από το 2003 και μετά, οι ΞΑΕ προς την Κίνα, καθώς και οι εξαγωγές της αυξάνονταν με το μεγαλύτερο ρυθμό από το 1990 και μετά, ενώ το 2004 η Κίνα ξεπέρασε την Ιαπωνία σε όγκο εξαγωγών και κατετάγη στην τρίτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης, πίσω από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Παράλληλα, και αυτό είναι το σημαντικό της υπόθεσης, οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, που συνορεύουν με την Κίνα, προσέλκυσαν ποσό ρεκόρ ΞΑΕ, το οποίο το 2005, έφτασε στα 37 δισ. $. Το συμπέρασμα είναι ότι η εξωστρέφεια και το άνοιγμα των αγορών λειτουργεί συμπληρωματικά - αθροιστικά και έχει οφέλη για όλους όσοι συμμετέχουν σε αυτό. Στη Χώρα μας, τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονη κινητικότητα και έμφαση στην ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Είτε αυτή αφορά στην αύξηση των εξαγωγών, είτε στην αύξηση των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων προς και από την Ελλάδα.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 2006, οι ξένες άμεσες επενδύσεις ήταν σχεδόν δεκαπλάσιες σε σχέση με το 2005. Συγκεκριμένα, η καθαρή εισροή ξένων κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα έφθασε τα 4,3 δισ. €. Επιπλέον, πέρυσι σημειώθηκε η μεγαλύτερη αύξηση των εξαγωγών κατά την τελευταία 20ετία. Παρουσίασαν αύξηση κατά 18,2% σε σχέση με το 2005, αύξηση που αντιστοιχεί στο ποσό των 2,56 δισ. €, συνολικά, οι εξαγωγές έφθασαν τα €16,6 δισ. €. Παράλληλα, οι ελληνικές επενδύσεις στο εξωτερικό αυξάνονται με γρήγορους ρυθμούς. Σύμφωνα με στοιχεία[1], τα τελευταία χρόνια ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των ελληνικών επενδύσεων στο εξωτερικό πλησιάζει το 50%. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2005 οι συνολικές άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό ήταν σχεδόν 11 δισ. € και στις αρχές του 2007 υπολογίζεται ότι ξεπερνούσαν τα 15 δισ. €. Αυτή η εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων ενδυναμώνει τη διεθνή παρουσία της ελληνικής οικονομίας και σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών ελληνικών επιχειρήσεων, μέσω αυτών των επενδύσεων εισάγονται στην Ελλάδα κέρδη ύψους 2 δισ. € ετησίως, ποσό που προσεγγίζει το 1% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, αυτή η εξωστρέφεια θα πρέπει να ενισχυθεί και να αποτελέσει κοινή πρακτική όχι μόνο για τις μεγάλες[2], αλλά και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ). Ιδιαίτερα οι ΜμΕ ορισμένων κλάδων της οικονομίας αντιμετωπίζουν τη συμμετοχή τους στις διεθνείς αγορές, ως σημαντικό στοιχείο για την επιβίωσή τους, τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και τη μεγέθυνσή τους.
Τη σημασία της εξωστρέφειας για τις ελληνικές επιχειρήσεις καταγράφει και πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ) για λογαριασμό της Ειδικής Γραμματείας για την Ανταγωνιστικότητα του Υπουργείου Ανάπτυξης, με σκοπό τον προσδιορισμό των κινήτρων, των ωφελειών και των στρατηγικών των διεθνοποιημένων ελληνικών επιχειρήσεων. Από τη συγκεκριμένη έρευνα, η οποία εκπονήθηκε το χρονικό διάστημα Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2006, με τη συμμετοχή εβδομήντα επιχειρήσεων, προκύπτει ως γενικό συμπέρασμα ότι «η διεθνοποίηση ευνοεί και αυξάνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν αυτού του είδους τις δράσεις».
Αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι στην ερώτηση, προς τις επιχειρήσεις του δείγματος-οι οποίες χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες-, να αξιολογήσουν την ανταγωνιστική τους θέση πριν και μετά την ανάληψη των δράσεων διεθνοποίησης, προέκυψαν τα εξής αποτελέσματα (σε κλίμακα από το 1: χαμηλή θέση, έως το 5: υψηλή θέση):
....(σημ.: για τους Πίνακες δείτε εδώ )
Από τους δυο παραπάνω πίνακες εξάγονται, σύμφωνα και με τη μελέτη του ΣΒΒΕ, τα εξής συμπεράσματα:
1. οι επιχειρήσεις που έχουν θυγατρικές στο εξωτερικό, «ξεκινούν», στις περισσότερες των περιπτώσεων, από ανταγωνιστικότερη θέση σε σχέση με εκείνες οι οποίες ασκούν αμιγώς εξαγωγική δραστηριότητα,
2. η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση της ανταγωνιστικότητας σημειώνεται μετά τη διεθνοποίηση στην αγορά των Βαλκανίων, τόσο για τις επιχειρήσεις που διατηρούν θυγατρικές, όσο και για εκείνες που μόνο εξάγουν,
3. τη μικρότερη αύξηση ανταγωνιστικότητας, όλες οι επιχειρήσεις, τη σημειώνουν στην ελληνική αγορά.
Στην Ελλάδα, τα τελευταία τρία χρόνια, η Κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι δίδει ιδιαίτερη σημασία στην ενίσχυση της εξωστρέφειας, μέσω της ανάληψης συγκεκριμένων πρωτοβουλιών και της υλοποίησης ειδικών δράσεων. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής:
- Το Υπουργείο Ανάπτυξης διοργάνωσε, το Νοέμβριο του 2006, Παγκόσμια Διάσκεψη σε συνεργασία με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), με τη συμμετοχή 450 περίπου εκπροσώπων από 65 χώρες και 15 διεθνείς οργανισμούς, με θέμα «Εξάλειψη των Εμποδίων Πρόσβασης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στις Διεθνείς Αγορές».
- Το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών ενίσχυσε τον Ελληνικό Οργανισμό Εξωτερικού Εμπορίου (ΟΠΕ) και πολλαπλασίασε τις Δράσεις του, με απτό αποτέλεσμα την εντυπωσιακή αύξηση των εξαγωγών.
- Η Κυβέρνηση, στο σύνολό της, δίδει κίνητρα για την προσέλκυση των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων, ιδιαίτερα στον τουριστικό, τον ενεργειακό και τον τραπεζικό τομέα. Επιπλέον, το Υπουργείο Ανάπτυξης σχεδίασε το νέο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα» με κεντρικό στόχο την αύξηση της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, το νέο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα» για την Περίοδο 2007-2013, έχοντας ως κεντρικό αναπτυξιακό στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων και του παραγωγικού συστήματος, με έμφαση στη διάσταση της καινοτομικότητας, περιλαμβάνει Δράσεις που στοχεύουν κυρίως στην ενδυνάμωση της ίδιας της επιχείρησης, ώστε να καταστεί ικανή να αξιοποιεί αποτελεσματικά τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στη διεθνή αγορά.
Ιδιαίτερα ο 2ος Άξονας Προτεραιότητας του νέου Προγράμματος επιδιώκει την «ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της εξωστρέφειας, την αναβάθμιση του παραγωγικού ιστού της Χώρας, την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων και της εισροής Ξένων Άμεσων Επενδύσεων και την ποιοτική αναβάθμιση των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών».
Ωφελούμενοι από τις Δράσεις του συγκεκριμένου Άξονα, προβλέπεται να είναι:
- Οι επιχειρήσεις και τα δίκτυα επιχειρήσεων (clusters) όλων των κλάδων και όλων των μεγεθών, με έμφαση στις ΜμΕ.
- Φυσικά πρόσωπα και επιχειρηματίες / επενδυτές.
- Άτομα που ανήκουν σε ειδικές κοινωνικές ομάδες.
Με την ευρύτερη έννοια του όρου, ωφελούμενη από τις παρεμβάσεις του Άξονα πρόκειται να όλη η κοινωνία, μέσω της ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας, της ενίσχυσης της απασχόλησης και της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου. Σε αυτό το πλαίσιο πρόκειται να υλοποιηθούν Δράσεις, ώστε να:
- Αυξηθούν οι παραγωγικές επενδύσεις που συμβάλλουν στην ενίσχυση της παρουσίας των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές.
- Δοθεί έμφαση στην ποιοτική αναβάθμιση, την τυποποίηση και την πιστοποίηση των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών.
- Ενισχυθούν οι συσσωματώσεις επιχειρήσεων, που εμφανίζουν τις θετικότερες προοπτικές ή έχουν τις ισχυρότερες ανάγκες, με τον αναπροσανατολισμό της μεταποιητικής δραστηριότητας προς κλάδους και προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.
- Διασυνδεθεί η Ελλάδα με τα διεθνή ολοκληρωμένα συστήματα παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών και να ενισχυθούν οι δεσμοί συνεργασίας μεταξύ ελληνικών και διεθνών επιχειρήσεων, με έμφαση σε περιοχές δραστηριότητας συγκριτικού πλεονεκτήματος.
- Επεκταθούν οι δικτυώσεις μεταξύ επιχειρήσεων διαφορετικών κλάδων (π.χ. βιομηχανία – εμπόριο – υπηρεσίες).
- Αναβαθμισθεί η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού.
Ωστόσο, η ενίσχυση της διεθνοποίησης των επιχειρήσεων απαιτεί την ανάπτυξη νέας νοοτροπίας από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Η επιτυχής δραστηριοποίηση στις διεθνείς αγορές χρειάζεται ειδικές δεξιότητες και γνώσεις και απαιτεί, μεταξύ άλλων, την εκμάθηση της εξ’ αποστάσεως διοίκησης, την εξοικείωση με διαφορετικά επιχειρηματικά περιβάλλοντα, με «ξένες» επιχειρηματικές, και όχι μόνο, νοοτροπίες.
Όπως, άλλωστε, επισημαίνει το Σχέδιο Δράσης της Αθήνας του ΟΟΣΑ για την εξάλειψη των εμποδίων πρόσβασης των Μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές: «η είσοδος σε νέες αγορές αυξάνει τις απαιτήσεις σε χρηματοδοτικές και διαχειριστικές δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένης της κατανόησης της χρήσης πιο εξειδικευμένων χρηματοοικονομικών εργαλείων, τη δυνατότητα για αποτίμηση των κινδύνων καθώς και τη χορήγηση πίστωσης σε πελάτες, συλλογή πληρωμών και εφαρμογή συμβολαίων».
Για τις επιχειρήσεις αυτό είναι δυνατό με τη βελτίωση της οργάνωσή τους, και συγκεκριμένα με:
- την υιοθέτηση καινοτομιών και της νέας τεχνολογίας,
- τη βελτίωση της χρηματοοικονομικής δομής της,
- την εκπαίδευση και κατάριση του ανθρώπινου δυναμικού της,
- τη συνεργασία και τη δικτύωσή της με φορείς και επιχειρήσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Σε αυτή την προσπάθεια η Πολιτεία έχει την ευθύνη και τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο να υποστηρίζει τις πρωτοβουλίες των επιχειρήσεων-και κυρίως των μικρομεσαίων (ΜμΕ)- για την ενίσχυση της εξωστρέφειας και την «κατάκτηση» νέων αγορών και την αξιοποίηση των παρουσιαζόμενων ευκαιριών, συμβάλλοντας στο να εξαλειφθούν τα εμπόδια που συναντούν στην προσπάθειά τους για πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.
Ωστόσο, μεγάλο ποσοστό της ευθύνης για την ενίσχυση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων εναπόκειται στις ίδιες τις επιχειρήσεις. Στην εποχή της παγκοσμιότητας και του ανοίγματος των οικονομιών, στην εποχή των ραγδαίων ποσοτικών και ποιοτικών αλλαγών και των έντονων τεχνολογικών εξελίξεων, όποιος δεν αλλάζει, μένει στάσιμος. Το στοίχημα της ανάπτυξης κερδίζεται με την εφαρμογή νέων διαδικασιών, νέων πολιτικών και νέων τρόπων για την αντιμετώπιση των παλαιών και των νέων προβλημάτων. Με την εφαρμογή νέων μεθόδων και σύγχρονων εργαλείων για την αποτελεσματική διαχείριση της αλλαγής.
Σε αυτό το πλαίσιο το χαμηλό κόστος δεν μπορεί και δεν αποτελεί τη μοναδική κρίσιμη παράμετρο για την ανάπτυξη, ούτε συνιστά χαρακτηριστικό υψηλής ανταγωνιστικότητας. Αρκεί κάποιος να κοιτάξει ποιες χώρες βρίσκονται στην κορυφή της κατάταξης των δύο πιο σημαντικών διεθνών δεικτών ανταγωνιστικότητας. Στην κατάταξη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, για φέτος, στις πρώτες θέσεις κατατάσσονται: η Ελβετία, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Δανία, η Σιγκαπούρη και οι Η.Π.Α.. Στην αντίστοιχη κατάταξη του Institute for Management Development, στις πρώτες θέσεις βρίσκονται: οι Η.Π.Α., το Χονγκ-Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Ισλανδία, ο Καναδάς και η Αυστραλία. Δηλαδή και στις δύο κατατάξεις τις πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν χώρες με υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Είναι, επίσης, χαρακτηριστικά τα αποτελέσματα έκθεσης της ανεξάρτητης αμερικανικής ερευνητικής ομάδας Conference Board, σύμφωνα με την οποία το πλεονέκτημα του χαμηλού κόστους τείνει να εξανεμισθεί ακόμη και για τις αναδυόμενες οικονομίες. Η έκθεση υποστηρίζει ότι το εν λόγω πλεονέκτημα εξασθενεί αν ληφθεί υπόψη η μέση παραγωγή ανά εργαζόμενο.
Όπως τονίζει ο επικεφαλής της συγκεκριμένης ερευνητικής ομάδας Bart van Ark, «Το κλειδί ακόμη και για τις αναδυόμενες οικονομίες είναι η προώθηση της παραγωγικότητας μέσω των τεχνολογικών αλλαγών και καινοτομιών».
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η Κίνα, το 2005, ξεπέρασε για πρώτη φορά τις ΗΠΑ σε εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, ενώ στην αντίστοιχη κατάταξη του 1986 δεν ήταν ούτε στις 10 πρώτες χώρες. Επιπλέον, είναι εντυπωσιακό ότι ενώ το 1986 ο κατάλογος με τις 10 πρώτες χώρες σε εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας περιελάμβανε 6 ευρωπαϊκές και μόλις 3 ασιατικές χώρες, ο αντίστοιχος κατάλογος για το 2005, περιλαμβάνει μόλις 2 ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία) και 7 ασιατικές.
Συνεπώς, βασικά συστατικά για την επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης αποτελούν η εξωστρέφεια και η καινοτομία, δηλαδή η δημιουργική αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μιας οικονομίας, μιας επιχείρησης, ενός ατόμου.
Η εξωστρέφεια και η καινοτομία προσφέρουν τις νέες ιδέες, οι οποίες δημιουργούν το μέλλον και προσφέρουν τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που δίνουν το επιζητούμενο προβάδισμα έναντι των ανταγωνιστών.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο ιδιαίτερα σημαντικός κρίνεται ο ρόλος του ανθρώπινου δυναμικού. Του εξειδικευμένου και υψηλών δυνατοτήτων ανθρώπινου δυναμικού που θα αξιοποιήσει τα θετικά αποτελέσματα από την ενίσχυση της εξωστρέφειας και θα μετατρέψει την καινοτομία σε απτά αποτελέσματα.
Άλλωστε, η θέληση για επιτυχία και η συνεισφορά του ανθρώπινου δυναμικού στην αύξηση της ποιότητας της εργασίας είναι χαρακτηριστικά, τα οποία δεν μπορούν να αναπληρωθούν εύκολα στην προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Αυτό επιβεβαιώνει και έρευνα της Deutche Bank για τις παγκόσμιες τάσεις, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ανθρώπινο δυναμικό είναι ο κρισιμότερος παράγοντας για τις οικονομίες των κρατών. Μάλιστα η αναβάθμισή του είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αύξηση του ΑΕΠ μιας χώρας.
[1] Εφημερίδα «Η Καθημερινή», 6-7 Ιανουαρίου 2007.
[2] Σύμφωνα με το κείμενο του νέου Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα» 2007-2013 του Υπουργείου Ανάπτυξης (σελ. 16), οι 10 μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις πραγματοποιούν το 47% του κύκλου εργασιών τους και το 42% των κερδών τους στο εξωτερικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου