Δημοσιεύθηκε την Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2007 στην ελληνική έκδοση του Economist που κυκλοφορεί με την "Καθημερινή"Ποιες είναι λοιπόν οι προϋποθέσεις και οι κατάλληλες συνθήκες για τη δημιουργία ή καλύτερα τη μετεξέλιξη μιας πόλης σε διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο, σε μία οικουμενική οικονομική μητρόπολη; Θα μπορούσε η Αθήνα να διαδραματίσει αυτόν το ρόλο στη νέα εποχή;
Προφανώς η απάντηση δεν είναι εύκολη και ασφαλώς δεν είναι μονοδιάστατη. Σίγουρα σημαντικό ρόλο παίζει η γεωγραφική θέση της πόλης. Το ίδιο κρίσιμη είναι και η εγγύτητά της σε μεγάλες αγορές, όπως και η ύπαρξη των απαραίτητων υποδομών: συγκοινωνιακών, μεταφορικών, τηλεπικοινωνιακών. Και βέβαια αυτό που κάνει τις πόλεις οικονομικές μητροπόλεις είναι η απαραίτητη/κρίσιμη μάζα μεγάλων, υγιών και εξωστρεφών επιχειρήσεων.
Ωστόσο, ακόμη και αν όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις ικανοποιούνται, αυτός ο παράγοντας που κινητοποιεί και δίνει ζωή στο ανωτέρω οικονομικό και κοινωνικό σύστημα είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Το υψηλού επιπέδου, καταρτισμένο στελεχιακό δυναμικό, δηλαδή τα άξια και ικανά στελέχη των επιχειρήσεων είναι το στοιχείο-κλειδί. Είναι ο παράγοντας που μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα.
Η βέλτιστη αξιοποίηση των στελεχών, είτε αυτά είναι υπάλληλοι επιχειρήσεων, είτε λειτουργοί της δημόσιας διοίκησης, μπορεί να δώσει στα συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας πόλης την απαραίτητη ποιότητα, ώστε να μετεξελιχθεί σε οικονομικό κέντρο. Ετσι, δικαιολογείται η αγωνιώδης αναζήτηση των εταιρειών για το ταλέντο, δηλαδή τους ταλαντούχους επιστήμονες-επαγγελματίες σε όλο τον κόσμο.
Tαλέντο και ποιοτική εκπαίδευσηΣύμφωνα με πολλούς αναλυτές διεθνώς, η εύρεση του κατάλληλου προσωπικού αποτελεί το σημαντικότερο κλειδί για την αειφόρο-διατηρήσιμη ανάπτυξη μιας επιχείρησης. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι το κυνήγι του ταλέντου συγκαταλέγεται ήδη στις προτεραιότητες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αντιμετωπίζουν την εξεύρεση ταλαντούχων στελεχών ως μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την ανάπτυξή τους(1).
Αλλά για να μπορείς να έχεις και να αξιοποιείς ταλαντούχους εργαζόμενους θα πρέπει να τους εκπαιδεύσεις κατάλληλα. Συνεπώς, η πρόκληση για τα κράτη, αλλά και τους ιδιωτικούς φορείς βρίσκεται στο επίπεδο της εκπαίδευσης που προσφέρουν στους πολίτες μιας χώρας. Και φυσικά τα χρήματα δεν είναι το παν(2).
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ-PISA test), η Αυστραλία παρότι έχει σχεδόν τριπλασιάσει τα έξοδα εκπαίδευσης ανά σπουδαστή από το 1970, δεν έχει παρουσιάσει καμία βελτίωση στις επιδόσεις των μαθητών της στο συγκεκριμένο τεστ. Το ίδιο ισχύει και για τις ΗΠΑ, όπου τα έξοδα έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από το 1980.
Παράλληλα, σύμφωνα με έρευνα της McKinsey βασισμένη στα αποτελέσματα του PISA test, για να γίνουν καλύτερα τα σχολεία θα πρέπει:
― να προσλάβουν τους καλύτερους δασκάλους,
― να «πάρουν» το καλύτερο από τους δασκάλους, και
― να παρεμβαίνουν όταν αρχίζουν να μένουν πίσω οι μαθητές.
Γιατί όπως αναφέρει και το ανωτέρω άρθρο του Economist, η ποιότητα ενός εκπαιδευτικού συστήματος δεν μπορεί να υπερβεί την ποιότητα των δασκάλων του. Παράλληλα, μελέτες σε πολιτείες των ΗΠΑ (Tennessee και Dallas) έχουν δείξει ότι εάν κάποιος πάρει τους μαθητές μέσων δυνατοτήτων και τους αναθέσει στους top 20% των δασκάλων, τότε οι μαθητές καταλήγουν στο top 10%. Αντιθέτως, εάν τους δώσει στο bottom 20% των δασκάλων καταλήγουν στο κατώτατο σημείο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ποιότητα των δασκάλων και όχι τα περισσότερα χρήματα, επηρεάζουν την απόδοση των μαθητών και σπουδαστών.
Αυτό ίσως εξηγεί το παράδοξο ότι η μείωση του αριθμού των μαθητών σε μία τάξη δεν παράγει καλύτερο αποτέλεσμα. Διατηρώντας τις υπόλοιπες μεταβλητές σταθερές, οι μικρότερες τάξεις σημαίνουν περισσότερους δασκάλους για τον ίδιο συνολικό προϋπολογισμό. Συνεπώς, με χαμηλότερους μισθούς προσελκύεις χαμηλότερης ποιότητας καθηγητές και επιτυγχάνεις έτσι χαμηλότερης ποιότητας διδακτικό αποτέλεσμα.
Επιπλέον, η McKinsey υποστηρίζει ότι τα καλά εκπαιδευτικά συστήματα προσελκύουν τους καλύτερους μαθητές και καθηγητές. Στη Φινλανδία όλοι οι νέοι δάσκαλοι πρέπει να κατέχουν μεταπτυχιακό. Στη Νότια Κορέα επιλέγουν τους δασκάλους του δημοτικού από το top 5% των αποφοίτων των πανεπιστημίων.
Η δημιουργία λοιπόν ενός ανταγωνιστικού εκπαιδευτικού συστήματος -στοιχείου καθοριστικού για τη δημιουργία μιας οικονομικής μητρόπολης- δεν είναι θέμα χρημάτων, αλλά θέμα αξιοποίησης των υπάρχοντων διαθέσιμων πόρων και φυσικά κυρίως θέμα ποιότητας. Το κατάλληλο εκπαιδευτικό σύστημα παράγει εκείνα τα στελέχη που μπορούν να αποτελέσουν την κρίσιμη μάζα για τη δημιουργία μιας ισχυρής οικονομίας, ώστε να αναπτυχθεί στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και στο πνεύμα της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, η οποία στοχεύει στη μετατροπή της Ευρώπης και των κρατών-μελών της σε «καλύτερα μέρη για να ζεις, να εργάζεσαι και να επενδύεις».
Η ελληνική πρόκλησηΩστόσο, η χώρα μας έχει να ξεπεράσει ένα ακόμη μεγαλύτερο εμπόδιο: Να μπορέσει να κρατήσει εντός συνόρων τους επιστήμονες που φεύγουν για σπουδές και εργασία στο εξωτερικό. Αλλωστε, κάποιοι στην Ελλάδα ακόμη προτιμούν να στέλνουν οι Ελληνες τα παιδιά τους σε ιδιωτικά πανεπιστήμια της Ουγγαρίας ή της Τσεχίας, παρά να επιτρέψουν την ίδρυση εδώ παρόμοιων σχολών.
Συνεπώς, το να σταματήσει η «διαρροή εγκεφάλων» στο εξωτερικό ή αλλιώς αυτό που ονομάζουν “brain-drain”, θα μπορούσε να αποτελέσει ύψιστο εθνικό στόχο. Στόχο, όμως, βασισμένο σε στοιχεία εξωστρέφειας. Δεν πρέπει να επιδιώξουμε δηλαδή το να μείνουν εντός χώρας μόνο οι Ελληνες επιστήμονες, αλλά να προσελκύσουμε και επιστήμονες άλλων εθνικοτήτων που θα ήθελαν να εργαστούν στην Ελλάδα. Αυτό, ωστόσο, προϋποθέτει τη στοιχειώδη ευελιξία στη λειτουργία των πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων, αλλά και την ανοιχτή σχέση μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων, επιχειρήσεων και κοινωνίας. Προς αυτή την κατεύθυνση η χώρα μας έχει ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσει. Και γι’ αυτό δεν ευθύνεται αποκλειστικά το κράτος.
1. Thinking big, Midsize companies and the challenges of growth, A report from the Economist Intelligence Unit
2. How to be top, Oct 18th 2007, The Economist