Παρά τις προειδοποιήσεις αρκετών αναλυτών για την παγκόσμια κρίση που έρχεται λόγω κυρίως της αδυναμίας της αμερικανικής οικονομικής μηχανής να απορροφήσει τις αναταράξεις, άρθρο στο "Prospect" υποστηρίζει ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας είναι καλύτερες από ό,τι υποστηρίζεται.
Και φυσικά επειδή η οικονομία είναι εν πολλοίς και κλίμα, ψυχολογία, βασική παράμετρος αποτελεί και το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του παρόντος έτους.
http://www.prospect-magazine.co.uk/article_details.php?id=10022
Ιανουαρίου 31, 2008
Στο ενδιάμεσο κενό....
Δημοσιεύθηκε στην ελληνική έκδοση του Economist που κυκλοφόρησε με την "Καθημερινή" στις 31 Ιανουαρίου 2008
Τεχνολογικές, οικονομικές και άλλες εξελίξεις, αρκετά γνωστές σε όλους μας, έχουν τα τελευταία χρόνια μεταβάλει ή τείνουν να μεταβάλουν τα όρια του δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος. Τα όρια που σταματά η δικαιοδοσία και η αρμοδιότητα του δημόσιου τομέα και ξεκινά η δράση του ιδιωτικού τομέα. Βεβαίως, εξ’ ορισμού δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι αυτοί οι δύο τομείς δεν έχουν ή δεν πρέπει να έχουν και επικαλύψεις. Ωστόσο, αυτή η μετακίνηση των κύκλων συμφερόντων των δύο τομέων δημιουργεί και κάποια κενά τα οποία ως γνωστό η φύση και κατ’ επέκταση η ανθρώπινη κοινωνία δεν αφήνει επ’ άπειρον ακάλυπτα. Ίσως αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα, όλο και εντονότερα γίνεται λόγος για την κοινωνία των πολιτών, τις εθελοντικές οργανώσεις και τον τρίτο τομέα της οικονομίας . Η κοινωνική προσφορά και ο εθελοντισμός, αν και χωρίς τον τίτλο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας ή του τρίτου τομέα, υπάρχει εδώ και πολλούς αιώνες στον πλανήτη, είτε εντός των τελετουργικών-συνηθειών των θρησκειών είτε εκτός αυτών. Στις μέρες μας, ωστόσο, βοηθούν στην ικανοποίηση των αιτημάτων μιας μεταβαλλόμενης παγκόσμιας κοινωνίας. Έχουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία δίνουν διέξοδο και λύσεις σε διλήμματα και ερωτήματα της εποχής μας. Αυτά είναι κυρίως τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που εμφανίζονται, αλλά δεν μπορούν να λύθουν αποτελεσματικά, αποδοτικά και άμεσα από τις παραδοσιακές δομές του κράτους ή της ιδιωτικής οικονομίας. Η ανάγκη, λοιπόν, που καλύπτει ο τρίτος τομέας είναι εξόχως σημαντική. Από τη μία καλύπτει τη ζήτηση για υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, στήριξης και αλληλεγγύης και συνοχής. Από την άλλη, και αυτό είναι εξίσου σημαντικό, δίνει διέξοδο επαγγελματικό- και ίσως και ψυχολογικό- σε κάποιους εκ των εργαζομένων που δεν θέλουν ούτε να κυβερνούν, ούτε να κυβερνώνται. «Που χρειάζονται ελεύθερο χώρο για να πραγματωθούν όπως εκείνοι θέλουν» (Από συνέντευξη του Γάλλου συνθέτη Ρενέ Ομπρί στην Καθημερινή (13-1-2008).
Τεχνολογικές, οικονομικές και άλλες εξελίξεις, αρκετά γνωστές σε όλους μας, έχουν τα τελευταία χρόνια μεταβάλει ή τείνουν να μεταβάλουν τα όρια του δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος. Τα όρια που σταματά η δικαιοδοσία και η αρμοδιότητα του δημόσιου τομέα και ξεκινά η δράση του ιδιωτικού τομέα. Βεβαίως, εξ’ ορισμού δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι αυτοί οι δύο τομείς δεν έχουν ή δεν πρέπει να έχουν και επικαλύψεις. Ωστόσο, αυτή η μετακίνηση των κύκλων συμφερόντων των δύο τομέων δημιουργεί και κάποια κενά τα οποία ως γνωστό η φύση και κατ’ επέκταση η ανθρώπινη κοινωνία δεν αφήνει επ’ άπειρον ακάλυπτα. Ίσως αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα, όλο και εντονότερα γίνεται λόγος για την κοινωνία των πολιτών, τις εθελοντικές οργανώσεις και τον τρίτο τομέα της οικονομίας . Η κοινωνική προσφορά και ο εθελοντισμός, αν και χωρίς τον τίτλο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας ή του τρίτου τομέα, υπάρχει εδώ και πολλούς αιώνες στον πλανήτη, είτε εντός των τελετουργικών-συνηθειών των θρησκειών είτε εκτός αυτών. Στις μέρες μας, ωστόσο, βοηθούν στην ικανοποίηση των αιτημάτων μιας μεταβαλλόμενης παγκόσμιας κοινωνίας. Έχουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία δίνουν διέξοδο και λύσεις σε διλήμματα και ερωτήματα της εποχής μας. Αυτά είναι κυρίως τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που εμφανίζονται, αλλά δεν μπορούν να λύθουν αποτελεσματικά, αποδοτικά και άμεσα από τις παραδοσιακές δομές του κράτους ή της ιδιωτικής οικονομίας. Η ανάγκη, λοιπόν, που καλύπτει ο τρίτος τομέας είναι εξόχως σημαντική. Από τη μία καλύπτει τη ζήτηση για υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, στήριξης και αλληλεγγύης και συνοχής. Από την άλλη, και αυτό είναι εξίσου σημαντικό, δίνει διέξοδο επαγγελματικό- και ίσως και ψυχολογικό- σε κάποιους εκ των εργαζομένων που δεν θέλουν ούτε να κυβερνούν, ούτε να κυβερνώνται. «Που χρειάζονται ελεύθερο χώρο για να πραγματωθούν όπως εκείνοι θέλουν» (Από συνέντευξη του Γάλλου συνθέτη Ρενέ Ομπρί στην Καθημερινή (13-1-2008).
Ιανουαρίου 28, 2008
Αιωνία του η μνήμη
Συμφωνούσες ή διαφωνούσες με ό,τι έλεγε και έπραττε, το σίγουρο είναι ότι ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος άφησε τη σφραγίδα του στην εκκλησιαστική, πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας μας.
Τον συναντήσαμε μία φορά. Αυτό που θυμόμαστε είναι το πόσο προσιτός και γλυκομίλητος ήταν.
Αιωνία του η μνήμη.
Τον συναντήσαμε μία φορά. Αυτό που θυμόμαστε είναι το πόσο προσιτός και γλυκομίλητος ήταν.
Αιωνία του η μνήμη.
Ιανουαρίου 20, 2008
Δύο ερωτήσεις και δύο τόσο διαφορετικές απαντήσεις
Από τον σημερινό "Ελεύθερο Τύπο":
1. Συνέντευξη Αλέξη Τσίπρα(ΣΥΝ)
"Βλέπετε πρόωρες εκλογές, ακόμη και πριν από τις ευρωεκλογές του 2009;
Εκτιμώ ότι όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά, ακριβώς διότι βρισκόμαστε σε φάση αστάθειας, αποσταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού. Και δεν σας κρύβω ότι ήταν μέσα στους στόχους μας."
2. Συνέντευξη Λιάνας Κανέλη(ΚΚΕ)
"Μου περιγράφετε κάποιο σχέδιο αποσταθεροποίησης του συστήματος της χώρας;
Κοιτάξτε, εγώ, ως ΚΚΕ, δεν θέλω να βλέπω καθόλου σταθερό αυτό το σύστημα. Αυτό δεν με κάνει και αποσταθεροποιητή του συστήματος με εξωπολιτικούς όρους. Ευτυχώς για σας και για μένα, το κομμουνιστικό κόμμα έχει 90 χρόνια ιστορία και δεν είναι ιστορία μιας μη κυβερ-
νητικής οργάνωσης που μπορεί να καταλήξει σε μια δραματική φυσιογνωμία, σαν τον Μπερνάρ Κουσνέρ, που κοιμάται ως σοσιαλιστής την Παρασκευή το βράδυ και ξυπνάει μέλος της δεξιάς κυβέρνησης του Σαρκοζί ενδεχομένως και κουμπάρος της Μπρούνι την Κυριακή.
Αλλά, ενώ όλοι ασχολούνται με τα λουξ της Μπρούνι, εγώ προτιμώ να θυμάμαι ότι είναι διάδοχος Πιρέλι. Και να δίνω πάντα μια οικονομοπολιτική διάσταση στα τεκταινόμενα.
Αρα;
Στο κλασικό ερώτημα, στο «qui bono», στο «τις ωφελείται», δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ορατό σημάδι στον ορίζοντα."
1. Συνέντευξη Αλέξη Τσίπρα(ΣΥΝ)
"Βλέπετε πρόωρες εκλογές, ακόμη και πριν από τις ευρωεκλογές του 2009;
Εκτιμώ ότι όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά, ακριβώς διότι βρισκόμαστε σε φάση αστάθειας, αποσταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού. Και δεν σας κρύβω ότι ήταν μέσα στους στόχους μας."
2. Συνέντευξη Λιάνας Κανέλη(ΚΚΕ)
"Μου περιγράφετε κάποιο σχέδιο αποσταθεροποίησης του συστήματος της χώρας;
Κοιτάξτε, εγώ, ως ΚΚΕ, δεν θέλω να βλέπω καθόλου σταθερό αυτό το σύστημα. Αυτό δεν με κάνει και αποσταθεροποιητή του συστήματος με εξωπολιτικούς όρους. Ευτυχώς για σας και για μένα, το κομμουνιστικό κόμμα έχει 90 χρόνια ιστορία και δεν είναι ιστορία μιας μη κυβερ-
νητικής οργάνωσης που μπορεί να καταλήξει σε μια δραματική φυσιογνωμία, σαν τον Μπερνάρ Κουσνέρ, που κοιμάται ως σοσιαλιστής την Παρασκευή το βράδυ και ξυπνάει μέλος της δεξιάς κυβέρνησης του Σαρκοζί ενδεχομένως και κουμπάρος της Μπρούνι την Κυριακή.
Αλλά, ενώ όλοι ασχολούνται με τα λουξ της Μπρούνι, εγώ προτιμώ να θυμάμαι ότι είναι διάδοχος Πιρέλι. Και να δίνω πάντα μια οικονομοπολιτική διάσταση στα τεκταινόμενα.
Αρα;
Στο κλασικό ερώτημα, στο «qui bono», στο «τις ωφελείται», δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ορατό σημάδι στον ορίζοντα."
Ιανουαρίου 18, 2008
Κατά κεφαλήν μαζοχισμός, Tου Xρήστου Γιανναρά
Εκτενές απόσπασμα από την "Καθημερινή" της Κυριακής 13 Ιανουαρίου 2008.
Σημείωση: Δυστυχώς είναι δύσκολο να διαφωνήσεις με κάποιες από τις επισημάνσεις του Καθηγητή.
Όταν μιλάμε για «επίπεδο κατά κεφαλήν καλλιέργειας» σε μια κοινωνία, τι εννοούμε;
Μάλλον τον μέσο όρο σε επιδόσεις ανάπτυξης νοητικών ικανοτήτων, ευαισθησίας, διαισθητικής αντίληψης, βουλητικού σθένους, εκφραστικής αρτιότητας. Τον μέσο όρο, για παράδειγμα, στην ικανότητα κατανόησης προτάσεων με απλά νοήματα, όχι περίπλοκη σύνταξη, όχι εξειδικευμένη ορολογία. Στην ικανότητα αξιολογικών κρίσεων, διακρίσεων του λογικά ορθού από το λογικά εσφαλμένο. Στην αξιολόγηση ποιοτήτων, της καλύτερης από τη χειρότερη, της ανώτερης από την κατώτερη, με χρήση κοινωνούμενων εμπειρικών κριτηρίων, δηλαδή λογικής αποδεικτικής. Στην ικανότητα διάκρισης του ορθολογικά συναγόμενου πρακτέου από τον ανορθολογισμό ψυχολογικών εμμονών, αναστολών, εθισμών στη σιγουριά της επανάληψης.
Αν αυτά περίπου εννοούμε μιλώντας για «επίπεδο κατά κεφαλήν καλλιέργειας», τότε μοιάζει προφανής ο ρόλος δύο παραγόντων διαμόρφωσης αυτού του επιπέδου στην ελλαδική, ειδικά, κοινωνία σήμερα: Ο ρόλος μιας εκπαιδευτικής πρακτικής βασισμένης, δεκαετίες τώρα, στην προτεραιότητα της απομνημόνευσης, στην υποβάθμιση της κριτικής ικανότητας, της δημιουργικής αυτενέργειας. Και ο ρόλος μιας κοινωνικά ανεξέλεγκτης τηλεόρασης, με κριτήρια μόνο εμπορικά, δίχως συστολή χυδαία.
Η εκπαιδευτική υποβάθμιση του μέσου όρου κριτικής ικανότητας των Ελλήνων ευνόησε την αποτελεσματικότητα του κομματικού λαϊκισμού, την εμπορευματοποίηση της πολιτικής, διευκόλυνε τη μεθοδική κατάλυση της αξιοκρατίας σε κάθε πτυχή του συλλογικού βίου. Και η ευτέλεια, η μικρόνοια, ο αισθητικός εκβαρβαρισμός της τηλεοπτικής ποδηγέτησης των μαζών επέβαλε την απόλυτη κυριαρχία των εντυπώσεων, την υποκατάσταση της πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας από τον έντεχνο προπαγανδισμό ψευδαισθήσεων, την παραγωγή παραισθησιογόνων.
Ισως το πιο αποφασιστικό δεδομένο να είναι η απουσία κάθε οργανωμένης αντίδρασης ή αντίστασης τόσο στον εκπαιδευτικό αποκλεισμό του κριτικισμού όσο και στην τηλεοπτική μονοτροπία της ευτέλειας. Στη δεκαετία του ’80 (με σποραδικές επανεμφανίσεις και αργότερα) την υπεράσπιση της κριτικής σκέψης καμώθηκε ότι την αναλαμβάνει μια δήθεν αριστερή διανόηση, χωρίς βέβαια να αποτολμήσει και την κριτική της αποδέσμευση από τον δογματισμό του μαρξιστικού «αλαθήτου». Ακκίζονταν σαν υπέρμαχοι του κριτικισμού, τάχα πολέμιοι του «μυστικισμού» και «ανορθολογισμού», άνθρωποι που παγίδευσαν τα πανεπιστήμια (τη διδασκαλία και την έρευνα) στις ντιρεχτίβες μονοδιάστατης ιδεολογικής στράτευσης, πειθαρχημένοι οι ίδιοι άκριτα στον κομματικό «καθοδηγητή» τους.
Ανάλογη δήθεν υπεράσπιση της κριτικής σκέψης και από τους άλλους υποδειγματικούς εθελόδουλος του εκπαιδευτικού χώρου: τους συνδικαλιστές καπήλους της Αριστεράς. «Λειτουργοί» αυτοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μανιακοί αρνητές κάθε κριτικής διαδικασίας και αξιολόγησης, που τα έκγονά τους περιφέρουν σήμερα σε «πορείες» την πιο εφιαλτική εικόνα νεανικής αποχαύνωσης: αναμηρυκάζουν ετοιματζίδικα συνθήματα προπορευόμενης ντουντούκας κραυγάζοντας παραίτηση από κάθε κριτική αυτονομία, ορθολογική εγρήγορση, ανεξάρτητη γνώμη, απροσκύνητο φρόνημα.
Για την τηλεοπτική ευτέλεια, μικρόνοια, αισθητική εκβαρβάρωση καμιά ποτέ πραγματική αντίδραση ή αντίσταση από κανένα κόμμα – μόνο ρητορική υποκρισία. Πώς να μιλήσει η δήθεν Αριστερά, αφού αυτή είναι η πρώτη διδάξασα (σε όποια χώρα κατέλαβε την εξουσία) τον φενακισμό της πραγματικότητας, την ολοκληρωτική επιβολή κατασκευασμένων εντυπώσεων. Και πώς να μιλήσουν οι υπόλοιπες κομματικές συντεχνίες της ιδιοτέλειας, που έσπευσαν να οικειοποιηθούν και να αναγάγουν σε προηγμένη επιστήμη «επικοινωνίας» τις γκαιμπελικές και σταλινικές μεθόδους πλύσης εγκεφάλου των μαζών, μετατρέποντας την πολιτική σε ανταγωνισμό προσεταιρισμού κεφαλαίων για διαφημιστική υπερίσχυση.
Ετσι μοιάζει να έχει φτάσει η ελλαδική κοινωνία σε ένα «επίπεδο κατά κεφαλήν καλλιέργειας», μάλλον απρόσιτο σε στατιστική προσέγγιση. Απρόσιτο, γιατί ο πληθωρισμός της ακρισίας και του ανορθολογισμού, η αποχαύνωση από την κομματική προπαγάνδα και την τηλεοπτική ποταπότητα έχει μεταβάλει τη χώρα, κατά την καραμανλική ρήση, σε ένα «απέραντο φρενοκομείο». Φέρνουν οι δημοσκοπήσεις στο φως ένα εξωφρενικό αλαλούμ: κραυγαλέες αντιφάσεις, απίστευτου παραλογισμού εκτιμήσεις, τέλεια αδυναμία να αξιολογηθεί η ποιότητα, η προσφορά, ακόμα και το συμφέρον.
Εμφανίζονται σε δημοσκοπήσεις οι Ελληνες να πιστεύουν κατά πλειονότητα (βλ. «Καθημερινή» 30.12.2007) ότι η δημοκρατία λειτουργεί καλύτερα όταν καταλύεται θεσμικά κάθε αξιοκρατία, κάθε κοινωνική ιεραρχία, κάθε έλεγχος ικανότητας και απόδοσης, ενώ παράλληλα ασκείται απροσχημάτιστη ιδεολογική τρομοκρατία, ιταμή επιβολή κομματικού κράτους· ότι η οικονομία της χώρας είναι στην καλύτερη κατάσταση όταν οι ιθύνοντες μοιράζουν παροχές και διορισμούς καταφεύγοντας σε τεράστιο δανεισμό με εγκληματική αφροσύνη· ότι σημαντικότερος ηγέτης είναι ο υπέρτερος στη δημαγωγία, αυτός που ψηφοθηρεί κολακεύοντας τα ορμέμφυτα του πλήθους σαρκώνοντας ο ίδιος το απενοχοποιητικό πρότυπο του αδίστακτου ηδονοθήρα, του αμοραλιστή τολμητία – είτε για το σεξ πρόκειται είτε για την εξουσία· ότι η σημαντικότερη παρουσία στο εμβληματικό ύπατο αξίωμα της πολιτείας μπορεί να είναι οποιαδήποπτε μετριότητα αποτυχημένου κομματάρχη στην οποία θα συγκλίνουν τα ενδοκουζινικά μαγειρέματα των κομματικών συμβιβασμών δοσοληψίας και ο παραλογισμός των δημοσκοπούμενων πεποιθήσεων, συγκρίσεων και εκτιμήσεων, επεκτείνεται και επιτείνεται δίχως ανάσχεση.
Με πρακτικό αποτέλεσμα, να καταπίνει η ελλαδική κοινωνία τα πάντα, να σκύβει ραγιάδικα το κεφάλι στον οποιοδήποτε εξωφρενικό βιασμό των στοιχειωδέστερων ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Να συμπληρώνουν δεκαετίες δράσης οι «γνωστοί-άγνωστοι» ψυχανώμαλοι βασανιστές του κοινωνικού σώματος, ασύγκριτα πιο διεστραμμένοι από τους δημίους ολοκληρωτικών καθεστώτων και οι Ελληνες ψηφοφόροι να επιβραβεύουν με την ψήφο τους την ανικανότητα (ή τη συμπαιγνία με τον εφιάλτη) των λειτουργών του κράτους.
Καταπίνει η ελλαδική κοινωνία την παράνοια του «ακαδημαϊκού ασύλου», τον εξευτελισμό της λογικής με τη γελοιότητα των «διαλόγων».
Σημείωση: Δυστυχώς είναι δύσκολο να διαφωνήσεις με κάποιες από τις επισημάνσεις του Καθηγητή.
Όταν μιλάμε για «επίπεδο κατά κεφαλήν καλλιέργειας» σε μια κοινωνία, τι εννοούμε;
Μάλλον τον μέσο όρο σε επιδόσεις ανάπτυξης νοητικών ικανοτήτων, ευαισθησίας, διαισθητικής αντίληψης, βουλητικού σθένους, εκφραστικής αρτιότητας. Τον μέσο όρο, για παράδειγμα, στην ικανότητα κατανόησης προτάσεων με απλά νοήματα, όχι περίπλοκη σύνταξη, όχι εξειδικευμένη ορολογία. Στην ικανότητα αξιολογικών κρίσεων, διακρίσεων του λογικά ορθού από το λογικά εσφαλμένο. Στην αξιολόγηση ποιοτήτων, της καλύτερης από τη χειρότερη, της ανώτερης από την κατώτερη, με χρήση κοινωνούμενων εμπειρικών κριτηρίων, δηλαδή λογικής αποδεικτικής. Στην ικανότητα διάκρισης του ορθολογικά συναγόμενου πρακτέου από τον ανορθολογισμό ψυχολογικών εμμονών, αναστολών, εθισμών στη σιγουριά της επανάληψης.
Αν αυτά περίπου εννοούμε μιλώντας για «επίπεδο κατά κεφαλήν καλλιέργειας», τότε μοιάζει προφανής ο ρόλος δύο παραγόντων διαμόρφωσης αυτού του επιπέδου στην ελλαδική, ειδικά, κοινωνία σήμερα: Ο ρόλος μιας εκπαιδευτικής πρακτικής βασισμένης, δεκαετίες τώρα, στην προτεραιότητα της απομνημόνευσης, στην υποβάθμιση της κριτικής ικανότητας, της δημιουργικής αυτενέργειας. Και ο ρόλος μιας κοινωνικά ανεξέλεγκτης τηλεόρασης, με κριτήρια μόνο εμπορικά, δίχως συστολή χυδαία.
Η εκπαιδευτική υποβάθμιση του μέσου όρου κριτικής ικανότητας των Ελλήνων ευνόησε την αποτελεσματικότητα του κομματικού λαϊκισμού, την εμπορευματοποίηση της πολιτικής, διευκόλυνε τη μεθοδική κατάλυση της αξιοκρατίας σε κάθε πτυχή του συλλογικού βίου. Και η ευτέλεια, η μικρόνοια, ο αισθητικός εκβαρβαρισμός της τηλεοπτικής ποδηγέτησης των μαζών επέβαλε την απόλυτη κυριαρχία των εντυπώσεων, την υποκατάσταση της πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας από τον έντεχνο προπαγανδισμό ψευδαισθήσεων, την παραγωγή παραισθησιογόνων.
Ισως το πιο αποφασιστικό δεδομένο να είναι η απουσία κάθε οργανωμένης αντίδρασης ή αντίστασης τόσο στον εκπαιδευτικό αποκλεισμό του κριτικισμού όσο και στην τηλεοπτική μονοτροπία της ευτέλειας. Στη δεκαετία του ’80 (με σποραδικές επανεμφανίσεις και αργότερα) την υπεράσπιση της κριτικής σκέψης καμώθηκε ότι την αναλαμβάνει μια δήθεν αριστερή διανόηση, χωρίς βέβαια να αποτολμήσει και την κριτική της αποδέσμευση από τον δογματισμό του μαρξιστικού «αλαθήτου». Ακκίζονταν σαν υπέρμαχοι του κριτικισμού, τάχα πολέμιοι του «μυστικισμού» και «ανορθολογισμού», άνθρωποι που παγίδευσαν τα πανεπιστήμια (τη διδασκαλία και την έρευνα) στις ντιρεχτίβες μονοδιάστατης ιδεολογικής στράτευσης, πειθαρχημένοι οι ίδιοι άκριτα στον κομματικό «καθοδηγητή» τους.
Ανάλογη δήθεν υπεράσπιση της κριτικής σκέψης και από τους άλλους υποδειγματικούς εθελόδουλος του εκπαιδευτικού χώρου: τους συνδικαλιστές καπήλους της Αριστεράς. «Λειτουργοί» αυτοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μανιακοί αρνητές κάθε κριτικής διαδικασίας και αξιολόγησης, που τα έκγονά τους περιφέρουν σήμερα σε «πορείες» την πιο εφιαλτική εικόνα νεανικής αποχαύνωσης: αναμηρυκάζουν ετοιματζίδικα συνθήματα προπορευόμενης ντουντούκας κραυγάζοντας παραίτηση από κάθε κριτική αυτονομία, ορθολογική εγρήγορση, ανεξάρτητη γνώμη, απροσκύνητο φρόνημα.
Για την τηλεοπτική ευτέλεια, μικρόνοια, αισθητική εκβαρβάρωση καμιά ποτέ πραγματική αντίδραση ή αντίσταση από κανένα κόμμα – μόνο ρητορική υποκρισία. Πώς να μιλήσει η δήθεν Αριστερά, αφού αυτή είναι η πρώτη διδάξασα (σε όποια χώρα κατέλαβε την εξουσία) τον φενακισμό της πραγματικότητας, την ολοκληρωτική επιβολή κατασκευασμένων εντυπώσεων. Και πώς να μιλήσουν οι υπόλοιπες κομματικές συντεχνίες της ιδιοτέλειας, που έσπευσαν να οικειοποιηθούν και να αναγάγουν σε προηγμένη επιστήμη «επικοινωνίας» τις γκαιμπελικές και σταλινικές μεθόδους πλύσης εγκεφάλου των μαζών, μετατρέποντας την πολιτική σε ανταγωνισμό προσεταιρισμού κεφαλαίων για διαφημιστική υπερίσχυση.
Ετσι μοιάζει να έχει φτάσει η ελλαδική κοινωνία σε ένα «επίπεδο κατά κεφαλήν καλλιέργειας», μάλλον απρόσιτο σε στατιστική προσέγγιση. Απρόσιτο, γιατί ο πληθωρισμός της ακρισίας και του ανορθολογισμού, η αποχαύνωση από την κομματική προπαγάνδα και την τηλεοπτική ποταπότητα έχει μεταβάλει τη χώρα, κατά την καραμανλική ρήση, σε ένα «απέραντο φρενοκομείο». Φέρνουν οι δημοσκοπήσεις στο φως ένα εξωφρενικό αλαλούμ: κραυγαλέες αντιφάσεις, απίστευτου παραλογισμού εκτιμήσεις, τέλεια αδυναμία να αξιολογηθεί η ποιότητα, η προσφορά, ακόμα και το συμφέρον.
Εμφανίζονται σε δημοσκοπήσεις οι Ελληνες να πιστεύουν κατά πλειονότητα (βλ. «Καθημερινή» 30.12.2007) ότι η δημοκρατία λειτουργεί καλύτερα όταν καταλύεται θεσμικά κάθε αξιοκρατία, κάθε κοινωνική ιεραρχία, κάθε έλεγχος ικανότητας και απόδοσης, ενώ παράλληλα ασκείται απροσχημάτιστη ιδεολογική τρομοκρατία, ιταμή επιβολή κομματικού κράτους· ότι η οικονομία της χώρας είναι στην καλύτερη κατάσταση όταν οι ιθύνοντες μοιράζουν παροχές και διορισμούς καταφεύγοντας σε τεράστιο δανεισμό με εγκληματική αφροσύνη· ότι σημαντικότερος ηγέτης είναι ο υπέρτερος στη δημαγωγία, αυτός που ψηφοθηρεί κολακεύοντας τα ορμέμφυτα του πλήθους σαρκώνοντας ο ίδιος το απενοχοποιητικό πρότυπο του αδίστακτου ηδονοθήρα, του αμοραλιστή τολμητία – είτε για το σεξ πρόκειται είτε για την εξουσία· ότι η σημαντικότερη παρουσία στο εμβληματικό ύπατο αξίωμα της πολιτείας μπορεί να είναι οποιαδήποπτε μετριότητα αποτυχημένου κομματάρχη στην οποία θα συγκλίνουν τα ενδοκουζινικά μαγειρέματα των κομματικών συμβιβασμών δοσοληψίας και ο παραλογισμός των δημοσκοπούμενων πεποιθήσεων, συγκρίσεων και εκτιμήσεων, επεκτείνεται και επιτείνεται δίχως ανάσχεση.
Με πρακτικό αποτέλεσμα, να καταπίνει η ελλαδική κοινωνία τα πάντα, να σκύβει ραγιάδικα το κεφάλι στον οποιοδήποτε εξωφρενικό βιασμό των στοιχειωδέστερων ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Να συμπληρώνουν δεκαετίες δράσης οι «γνωστοί-άγνωστοι» ψυχανώμαλοι βασανιστές του κοινωνικού σώματος, ασύγκριτα πιο διεστραμμένοι από τους δημίους ολοκληρωτικών καθεστώτων και οι Ελληνες ψηφοφόροι να επιβραβεύουν με την ψήφο τους την ανικανότητα (ή τη συμπαιγνία με τον εφιάλτη) των λειτουργών του κράτους.
Καταπίνει η ελλαδική κοινωνία την παράνοια του «ακαδημαϊκού ασύλου», τον εξευτελισμό της λογικής με τη γελοιότητα των «διαλόγων».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)