Ιουνίου 29, 2010

Δημόσιος Τομέας: σε αναζήτηση νέου υποδείγματος λειτουργίας

Η τρέχουσα οικονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια τα αδύναμα στοιχεία του αναπτυξιακού υποδείγματος της Μεταπολίτευσης. Όλοι τα αναγνωρίζαμε εδώ και καιρό, αλλά ελάχιστοι - και ακόμα και αυτοί για λίγο- κατάφεραν να τα αλλάξουν ή να τα εξαλείψουν. Παράλληλα, η διεθνής προβληματική οικονομική συγκυρία μεγέθυνε αυτές τις εγγενείς αδυναμίες του ελληνικού μεταπολιτευτικού οικονομικο-πολιτικού συστήματος και επιτάχυνε την ανάγκη για αλλαγές. Όπως έχει αναφέρει αρκετές φορές ο Πρόεδρος της ΝΔ κ. Αντώνης Σαμαράς, το οικονομικό υπόδειγμα των τελευταίων τριάντα ετών χρεοκόπησε. Μαζί του όμως χρεοκόπησε στα μάτια της πλειονότητας των πολιτών ολόκληρο το πολιτικο-κοινωνικό μοντέλο που εξέθρεψε αυτό το οικονομικό υπόδειγμα. Ένα μοντέλο που από κάποιο σημείο και μετά σταμάτησε να έχει τα αρχικά οφέλη της ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής και της ενδυνάμωσης των δημοκρατικών θεσμών, όπως ευαγγελιζόταν, και λειτουργούσε στρεβλά. Ένα μοντέλο κατά κανόνα κλειστό σε νέες ιδέες και νέους ανθρώπους, το οποίο παγιδευμένο σε ατυχείς ιδεοληψίες απογοήτευε κάθε νέο Έλληνα που ήθελε να ανοίξει τα φτερά του και να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει τη δημιουργικότητά του για να ανταγωνιστεί, με ίσους όρους, στην αγορά εργασίας ή στο επιχειρηματικό πεδίο. Φυσικά αυτή η προσέγγιση δεν συμπαρασύρει και διαγράφει τα πάντα και τους πάντες, αλλά εν πολλοίς ήταν ο κανόνας και σε τελική ανάλυση είναι η εικόνα που έχει η πλειονότητα των πολιτών σήμερα-και αυτό μετράει.

Πέρα από τον πολιτικό κόσμο και τους ίδους τους πολίτες, μεγάλη ευθύνη σε αυτή την κατάσταση που διαμορφώθηκε, από το 1981 και μετά, έχουν και οι ευρωπαίοι εταίροι μας, οι οποίοι εκ του αποτελέσματος κρίνοντας δεν ήλεγχαν όσο θα έπρεπε τη χρήση των πόρων που κατηύθυναν προς τη χώρα μας είτε για τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων, είτε για την επιδότηση επιχειρήσεων και καλλιεργητών. Έτσι, σιγά σιγά τα «εύκολα» χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρηματοδότησαν ουσιαστικά την καλοπέραση των μικρομεσαίων και τη γιγάντωση συγκεκριμένων ομίλων επιχειρήσεων. Το κακό ήταν ότι λίγο πολύ καλομάθαμε όλοι και ξεχάσαμε να εργαζόμαστε ανταγωνιστικά: οι αγρότες περιμένοντας την επιδότηση, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες αναμένοντας το επόμενο προγραμματάκι ή την επόμενη μελετούλα, οι δημόσιοι υπάλληλοι διαγκωνιζόμενοι για μια έμμισθη θέση σε κάποια καινούργια επιτροπή αξιολόγησης των ΚΠΣ, οι μεγαλοεπιχειρηματίες (εργολάβοι και προμηθευτές) «κυνηγώντας» την επόμενη ανάθεση. Παρέλυσε έτσι σταδιακά η παραγωγική διάρθρωση της χώρας και έγινε για πολλούς πιο θελκτική η αναμονή του κοινοτικού μάννα, παρά η πραγματική εργασία και η επιχειρηματική εξωστρέφεια που διέκρινε τους Έλληνες τα παλαιότερα, πολύ δυσκολότερα χρόνια.

Ανάγκη για νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα

Απαιτείται λοιπόν, σήμερα όχι αύριο, ένα νέο οικονομικό-αναπτυξιακό υπόδειγμα που θα σηματοδοτήσει τη νέα μεταπολίτευση, θα προσφέρει ελπίδα και αισιοδοξία στον Έλληνα και θα δώσει ώθηση στην ελληνική οικονομία. Ένα νέο πρότυπο που θα αντιμετωπίζει τις βασικές αδυναμίες της ελληνικής μεταπολιτευτικής οικονομίας και θα αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και των Ελλήνων.

Το νέο οικονομικό υπόδειγμα οφείλει να εμπνέει και να στοχεύει ψηλά. Για παράδειγμα, στα επόμενα 10 χρόνια:
 Να γίνει η Ελλάδα μία από τις δέκα πιο ανταγωνιστικές οικονομίες της Ευρωζώνης.
 Να ανέλθει το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων μεταξύ των 10 υψηλότερων των χωρών της Ευρωζώνης.
 Να γίνει η Ελλάδα η καλύτερη χώρα για τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
 Το αναπτυξιακό μέρισμα να διαχέεται δίκαια σε όλους τους πολίτες, σε όλη τη χώρα.

Απαιτείται να αποκτήσει επιτέλους η χώρα μία νέα ξεκάθαρη αποστολή (mission statement) για τα επόμενα 10 χρόνια, η οποία θα είναι τόσο αισιόδοξη για να κινητοποιεί, αλλά και τόσο ρεαλιστική ώστε να είναι εφικτή.


Τώρα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, είναι περισσότερο αναγκαίο από ποτέ να στείλουμε εντός και εκτός χώρας ισχυρά μηνύματα ότι αλλάζουμε, ότι βελτιωνόμαστε, ότι αντιμετωπίζουμε παθογένειες που μας αδικούν, που μας γυρνάν πίσω. Τώρα είναι η ώρα να μιλήσουμε για την αύξηση του παρονομαστή: του ΑΕΠ, που είναι ο παρανομαστής των δύο δεικτών που παλεύουμε να μειώσουμε: του ελλείμματος και του χρέους (ως ποσοστού του ΑΕΠ). Η αύξηση του ΑΕΠ θα οδηγήσει σε έναν ενάρετο κύκλο αντιμετώπισης των δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας. Και εδώ απαιτούνται γενναίες και δημοσιονομικά «ανορθόδοξες» πολιτικές. Πολιτικές αντικυκλικές που αυξάνουν την «πίτα», χωρίς όμως να επιδεινώνουν τα δημόσια οικονομικά.
Το νέο οικονομικό υπόδειγμα χρειάζεται να ανατρέψει το φαύλο κύκλο της ύφεσης που προκαλεί η τρέχουσα συγκυρία, να αξιοποιήσει τα ανταγωνιστικά μας πλεονεκτήματα, να απελευθερώσει το δυναμισμό του ελληνικού λαού, να εξαλείψει τις στρεβλώσεις στις αγορές, να διαχέει τις ευκαιρίες ανάπτυξης και να αξιοποιεί τις συνέργειες ανάμεσα σε κλάδους και επιχειρήσεις.

Βασικοί στόχοι του νέου υποδείγματος

Το νέο πρότυπο θα μπορέσει να υλοποιηθεί αν έχουμε:
 Εντυπωσιακή βελτίωση του επιχειρηματικού-επενδυτικού περιβάλλοντος,
 δημοσιονομική εξυγίανση: περιστολή σπατάλης-εξορθολογισμό δαπανών και διεύρυνση φορολογικής βάσης,
 ισχυρό, αποτελεσματικό κράτος, δίπλα στους πολίτες που το χρειάζονται.
Για να συμβούν αυτά οι βασικοί στόχοι του νέου υποδείγματος απαιτείται να περιλαμβάνουν:
- Την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας
- Την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης: Νέες καλύτερες θέσεις για όλους και σε όλη τη χώρα
- Τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου
- Τη διαφάνεια για την επανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών και των επιχειρηματιών
- Την Περιφερειακή Ανάπτυξη
- Την αξιοπρεπή κοινωνική πρόνοια και στήριξη για όσους την έχουν πραγματικά ανάγκη

Η απαίτηση για νέο υπόδειγμα λειτουργίας του κράτους

Ωστόσο, η μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα περνά μέσα από την αναδιάταξη του ρόλου και της λειτουργίας του κράτους. Απαιτείται να εφαρμοσθεί προς αυτή την κατεύθυνση ένα νέο υπόδειγμα λειτουργίας του δημόσιου τομέα. Θα χρειαστεί η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου προγράμματος επιχειρησιακής αναδιάρθρωσης (business process re-engineering), με έμφαση στην ενίσχυση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών που προσφέρει το κράτος στους πολίτες, αλλά και την ενδυνάμωση του έντονου ελεγκτικού ρόλου που οφείλει να αναλάβει στην προάσπιση των κανόνων του υγιούς ανταγωνισμού. Μία αναδιάρθρωση με στόχο τον εξορθολογισμό και την καταπολέμηση των επικαλύψεων, των περιττών συναρμοδιοτήτων και «λευκών κενών» στο οργανόγραμμα της δημόσιας διοίκησης.
Στη χώρα μας ο ρόλος του δημόσιου τομέα είναι πολύ σημαντικός, μιας και το μέγεθός του κατευθύνει, έως σήμερα, σε μεγάλο ποσοστό τις τάσεις στην οικονομία. Σε όλες τις χώρες άλλωστε το μεγάλο μέγεθος του δημόσιου τομέα (στις χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης-ΟΟΣΑ αντιπροσωπεύει μεταξύ του 36 και 57% του ΑΕΠ, σύμφωνα με στοιχεία του 2004) καταδεικνύει τη σημασία και τον ισχυρό αντίκτυπο που έχουν οι όποιες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του στην ποιότητα ζωής των πολιτών και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ωστόσο, στην προσπάθεια να γίνει περισσότερο αποδοτικός ο δημόσιος τομέας δεν πρέπει να παραμεληθούν τα απαραίτητα στοιχεία καλής διακυβέρνησης, τα οποία η Παγκόσμια Τράπεζα συνοψίζει στα εξής τέσσερα:

1. Αποτελεσματική διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού και οικονομικών πόρων.
2. Αυξημένη υπευθυνότητα στις δημόσιες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικής λογιστικής, του ελέγχου και της διοικητικής αποκέντρωσης, ώστε να καθίστανται οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι περισσότερο υπεύθυνοι για τις ενέργειές τους.
3. Συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, ώστε οι όροι και οι κανόνες να είναι γνωστοί εκ των προτέρων σε όλους.
4. Πληροφόρηση και διαφάνεια, προκειμένου να ενισχυθεί ο πολιτικός έλεγχος και η λογοδοσία, να προωθηθεί η δημόσια συζήτηση και να μειωθεί ο κίνδυνος της δωροδοκίας.

Σύνοψη πρόσφατων προτάσεων ΟΟΣΑ για την Ελλάδα

Βελτίωση του συντονισμού και της κεντρικής πολιτικής κατεύθυνσης:
1) Ενίσχυση του συντονισμού των πολιτικών
2) Εισαγωγή ξεκάθαρων οδηγιών για την εφαρμογή και την εποπτεία ποιοτικών κανονιστικών ρυθμίσεων
3) Απλοποίηση των διαδικασιών σύστασης επιχείρησης
4) Καθιέρωση ενός επαρκούς πλαισίου διαχείρισης.

Ενίσχυση της διαφάνειας και περιορισμός των διαχειριστικών κενών σχετικά με τον προϋπολογισμό για το προσωπικό
1) Περιορισμός ρυθμίσεων για συμβασιούχους
2) Περαιτέρω αύξηση της διαφάνειας στις προσλήψεις.

Βελτίωση της διαδικασίας κατάρτισης, παρακολούθησης και αξιολόγησης των προϋπολογισμών
1) Μετάβαση σε προϋπολογισμό προγραμμάτων με βάση πολυετές προγραμματισμό.
2) Εξέταση θέσπισης αυστηρότερου δημοσιονομικού κανόνα, ίσως με συνταγματική πρόβλεψη, για τον έλεγχο των δαπανών
3) Σύσταση κοινοβουλευτικής επιτροπής παρακολούθησης του προϋπολογισμού.

Βελτίωση των στατιστικών στοιχείων και της ανάλυσης
1) Απαίτηση για ανάλυση των επιπτώσεων των κανονιστικών ρυθμίσεων
2) Καθιέρωση συστηματικής και στρατηγικής αναθεώρησης των αναγκών της κυβέρνησης.

Ενίσχυση της διαχείρισης της αποδοτικότητας και της λογοδοσίας
1) Ενδυνάμωση των ισχυόντων μέτρων για την παρακολούθηση του προϋπολογισμού και επέκτασή τους σε άλλους τομείς
2) Ανάπτυξη συστήματος για τη διαχείριση της αποδοτικότητας
3) Εισαγωγή ενός πλαισίου ακεραιότητας (Integrity Framework)

Στρατηγικός σχεδιασμός

Στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα η εφαρμογή των αυτονόητων θα μπορούσε να αποφέρει θαυμαστά αποτελέσματα στη διαχείριση και την εξοικονόμηση πόρων, αλλά και την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Ωστόσο απαιτείται και ένας νέος στρατηγικός σχεδιασμός.
Ένα πλάνο επανασχεδιασμού του ρόλου του δημόσιου τομέα θα ξεκινούσε από τον καθορισμό των προτεραιοτήτων και των στόχων που θα υπηρετεί ο δημόσιος τομέας στην νέα μεταπολίτευση. Ποιους ρόλους θα διατηρήσει, ποιους θα αφήσει και ποιους καινούργιους θα αναλάβει. Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα ορίσουν τις προτεραιότητές του και αυτόματα θα οδηγήσουν στην κατάργηση και συγχώνευση φορέων και υπηρεσιών του δημοσίου που είτε δεν έχουν πλέον ρόλο, είτε ο ρόλος τους αλλάζει.

Εξάλειψη των αδικιών

Το στρατηγικό σχεδιασμό θα ακολουθούσε ο εξορθολογισμός, μέσω της άρσης των αδικιών. Οι αδικίες ευδοκιμούν στο δημόσιο τομέα σε αρκετά επίπεδα και δημιουργούν ένα μη παραγωγικό περιβάλλον εργασίας που εξαλείφει τα κίνητρα και οδηγεί ακόμη και τους πιο ευσυνείδητους υπαλλήλους, στην καλύτερη περίπτωση, σε παθητική στάση. Αντιμετωπίζοντας τις παθογένειες απαιτούνται αλλαγές στον τρόπο και τα κριτήρια υπηρεσιακής εξέλιξης, αλλά και στη μισθολογική πολιτική.

Όσον αφορά την υπηρεσιακή εξέλιξη εντός της ίδιας υπηρεσίας ή σε διαφορετικές υπηρεσίες του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα απαιτείται ένα πλαίσιο αντικειμενικής αξιολόγησης, το οποίο θα ανταμείβει δίκαια όσους έχουν τα απαραίτητα προσόντα, αλλά και όσους έχουν υψηλή απόδοση στην εργασία τους.

Επιπλέον, απαιτείται εξορθολογισμός στις αμοιβές του Δημόσιου και ευρύτερου Δημόσιου Τομέα. Είναι άδικο και αντιπαραγωγικό να υπάρχουν τεράστιες αποκλίσεις στις αμοιβές εργαζομένων με τα ίδια προσόντα που εργάζονται σε συναφή αντικείμενα, μόνο και μόνο επειδή αυτοί απασχολούνται σε διαφορετικές υπηρεσίες. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Βραχυπρόθεσμα λοιπόν απαιτείται η εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου. Επιπλέον, λόγω των πολλών και ασύνδετων μεταξύ τους πηγών πληρωμής, ανά υπουργείο, περιφέρεια κλπ, μπορεί ένας δημόσιος υπάλληλος να ξεπερνά κατά πολύ τα όρια που υπάρχουν σχετικά με τη μέγιστη αμοιβή που μπορεί να λάβει χωρίς κανένα έλεγχο και διαφάνεια. Συνεπώς απαιτείται η πληρωμή του από μία υπηρεσία (ενεργοποίηση ενιαίας υπηρεσίας πληρωμής στο ΓΛΚ).

Ένα ευρύτερο θέμα το οποίο έχει άμεση επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι το γεγονός ότι ο Δημόσιος και ευρύτερος δημόσιος τομέας έχουν καταστεί στη χώρα μας περισσότερο ανταγωνιστικοί εργοδότες από τον ιδιωτικό τομέα: δίνουν σχετικά καλύτερο μισθό, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη του τη μονιμότητα, τις ώρες εργασίας, την εργασιακή πίεση, αλλά και τις λοιπές παροχές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απορροφούν σημαντικό ανθρώπινο δυναμικό υψηλών προσόντων, το οποίο δεν αξιοποιούν όσο θα έπρεπε, λόγω των δομικών αδυναμιών τους. Θα πρέπει λοιπόν ο στόχος να είναι να γίνει ο ιδιωτικός τομέας τουλάχιστον εξίσου ανταγωνιστικός εργοδότης με το δημόσιο. Αυτό θεωρώ ότι θα επιτευχθεί με αυστηρούς ελέγχους εργατικής νομοθεσίας στον ιδιωτικό τομέα και με σύνδεση του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων με αυτό των ιδιωτικών υπαλλήλων, φυσικά με τις αντίστοιχες μειώσεις. Δεν μπορεί κριτήριο για την επιλογή εργασίας των νέων ελλήνων με τα μεγαλύτερα κατά τεκμήριο προσόντα να είναι μόνο το ύψος του επιδόματος κάθε υπουργείου. Χάνει το μέλλον της Ελλάδας ένα αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό στο οποίο έχει επενδύσει πολλά για πολλά χρόνια (σχολείο, πανεπιστήμιο κλπ).

Εκσυγχρονισμός της εργασίας

Παράλληλα απαιτούνται και μέτρα για τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας στο Δημόσιο Τομέα, ώστε να αυξηθεί η αποδοτικότητα της εργασίας: με την εφαρμογή σύγχρονων εργαλείων λήψης αποφάσεων, ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και μηχανοργάνωσης, που θα διευκολύνουν τόσο την εργασία των υπαλλήλων, όσο και την εξυπηρέτηση των πολιτών.
Επιπλέον, χρειάζεται έμφαση στην συνεχή εκπαίδευση και κατάρτιση των εργαζομένων. Εργαζόμενοι οι οποίοι αρνούνται κατάρτιση (πράγμα το οποίο συμβαίνει συχνά) θα αλλάζουν θέση και θα καλύπτουν θέση αντίστοιχη των προσόντων τους στον ίδιο ή σε άλλο οργανισμό. Υπάρχουν παραδείγματα εργαζομένων σε αρκετές δημόσιες υπηρεσίες που δεν δέχονται να μάθουν τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και παρά ταύτα συνεχίζουν να καλύπτουν θέση που απαιτεί τη γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών. H εφαρμογή των νέων τεχνολογιών και η συνεχής εκπαίδευση του προσωπικού, θα ανταμείβεται χρηματικά, αλλά κυρίως θα λαμβάνεται υπόψη στην υπηρεσιακή εξέλιξη.

Μία καλή αρχή για να συμβεί αυτό είναι να γίνει η καταγραφή όλων των θέσεων εργασίας σε κάθε υπηρεσία και η περιγραφή των καθηκόντων κάθε θέσης (job description).
Συνεπώς η εισοδηματική πολιτική θα πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα που θα συμβάλλουν στις γενικές αρχές του εξορθολογισμού και θα εφαρμοσθεί με μικρά επιτυχημένα βήματα (small wins):
- Καταγραφή αριθμού υπαλλήλων στο Δημόσιο Τομέα και των αποδοχών τους
- Καθηκοντολόγιο
- Ενιαία αρχή πληρωμής
- Ενιαίο μισθολόγιο
- Εξορθολογισμός αποδοχών και σύνδεση με προσόντα που απαιτεί η θέση, αλλά και με αντίστοιχες αποδοχές ιδιωτικού τομέα, αντίστοιχα μειωμένες
- Κίνητρα για αύξηση της αποδοτικότητας
- Κίνητρα για μετατάξεις υπαλλήλων και κάλυψη κενών θέσεων, αντί για νέες προσλήψεις.

Δεν μπορεί να είναι ο Δημόσιος Τομέας περισσότερο ανταγωνιστικός εργοδότης από τον ιδιωτικό.


Διαφάνεια και περιστολή της σπατάλης

Παράλληλα απαιτούνται μέτρα για την ενίσχυση της διαφάνειας στη διαχείριση δημοσίου χρήματος:
- Κάθε δημόσια δαπάνη άνω των 10.000€ να δημοσιεύεται στο διαδίκτυο.
- Εφαρμογή ουσιαστικού «πόθεν έσχες» σε όλους τους δημοσίους λειτουργούς.
Επιπλέον εφαρμογή αυτονόητων μέτρων για τον περιορισμό της κρατικής σπατάλης:
- Διπλογραφικό σύστημα σε όλους τους φορείς του Δημοσίου.
- Περιορισμός στόλου κρατικών αυτοκινήτων για αξιωματούχους (π.χ. να διατίθενται μόνο σε υπουργούς, Βουλευτές, Ανώτατους Δικαστικούς, Ανώτατους Στρατιωτικούς και σε κάθε περίπτωση με πλαφόν αξίας κτήσης και κόστους χρήσης).
- Κατάργηση των κινητών τηλεφώνων στο δημόσιο τομέα, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων όπως αναφέρθη παραπάνω. Και σε κάθε περίπτωση με ανώτατο πλαφόν χρέωσης.
- Κεντρικές προμήθειες ανά υπουργείο για επίτευξη ανταγωνιστικότερων τιμών αγοράς (άλλη τιμή θα πετύχει η κυβέρνηση για την προμήθεια χαρτιού εκτύπωσης για όλους τους δημόσιους φορείς και άλλη όταν παραγγέλνει κάθε φορέας ξεχωριστά).
- Όλοι οι διαγωνισμοί να γίνονται με την χαμηλότερη τιμή, αφού έχει προηγουμένως προσδιορισθεί ποιοτικά και ποσοτικά η συμφερότερη προσφορά και όχι με τη μέθοδο της συμφερότερης προσφοράς.
- Κατάργηση των υπερωριών στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα (πλην εξαιρέσεων π.χ. εφημεριών ιατρών και υπηρεσιών σωμάτων ασφαλείας). Η παραμονή στην εργασία πέραν του ωραρίου θα καταγράφεται και θα ανταμείβεται με την υπηρεσιακή εξέλιξη.

Αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας με κριτήρια αποδοτικότητας και συγκριτική αξιολόγηση (benchmarking) παρεχόμενων υπηρεσιών


Για την αύξηση των εσόδων απαιτείται η ορθολογική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας: πρέπει να εξαντλήσουμε όλους τους διαθέσιμους τρόπους ώστε να αυξήσουμε τα έσοδα μεγιστοποιώντας το δυναμισμό της Οικονομίας και την απόδοση των περιουσιακών στοιχείων του κράτους. Μια αρχή που θα κινητοποιούσε το σύστημα θα ήταν να μην επιτρέπεται να νοικιάζει κτήρια το δημόσιο για την κάλυψη των αναγκών του, με την εξαίρεση ότι αυτό είναι αποδεδειγμένα συμφερότερο οικονομικά. Τα κτήρια που ήδη έχει στην κατοχή του και παραμένουν αναξιοποίητα είναι σχεδόν σίγουρο ότι μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες του. Επιπλέον αρκετές εκτάσεις, μαρίνες, ξενοδοχεία και κτήρια στο κέντρο μεγάλων πόλεων παραμένουν αναξιοποίητα παρά το ενδιαφέρον επενδυτών.
Επιπλέον, κρίνεται απαραίτητο να εφαρμοσθεί ένα μοντέλο συγκριτικής αξιολόγησης των υπηρεσιών του Δημόσιου Τομέα (benchmarking) όσον αφορά το κόστος λειτουργίας και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν, τόσο σε σχέση με παρεμφερείς υπηρεσίες του δημοσίου, αλλά και με παρόμοιες υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα.
Επίσης, παράλληλη παροχή, των έως σήμερα, δημοσίων υπηρεσιών και από ιδιώτες, ώστε να δημιουργείται έμμεσος ανταγωνισμός μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα (π.χ. παράδειγμα ΟΛΠ).
Και τέλος επέκταση της ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, με στόχο την μηδενική προσωπική επαφή των πολιτών με τους υπαλλήλους του Δημοσίου.

Αυτές οι πρωτοβουλίες συνθέτουν ένα ενδεικτικό –και σε καμία περίπτωση πλήρες- πλαίσιο επιθυμητών αλλαγών του τρόπου λειτουργίας του δημόσιου τομέα που θα βοηθούσε τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Να ξεφύγουμε από το πρότυπο της απλής διαχείρισης των τελευταίων δεκαετιών, το οποίο χωρίς όραμα, χωρίς καθορισμένους και χειροπιαστούς στόχους διολίσθαινε στην απαξίωση του δημόσιου τομέα και εμπέδωνε ένα κλίμα αδιαφάνειας και διαφθοράς. Αυτό το πρότυπο υποβάθμιζε το ανθρώπινο δυναμικό του δημόσιου τομέα, το οποίο αν και όχι άμοιρο των ευθυνών του, βολευόταν σε μία κατάσταση χαμηλής υπευθυνότητας και μηδενικών πρωτοβουλιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πολιτικό προσωπικό, κατά κανόνα αλλά και με λαμπρές εξαιρέσεις, αναγνωρίζοντας την αδυναμία του δημόσιου τομέα προσπαθούσε και προσπαθεί να παρακάμψει τη βασική δομή του δημόσιου τομέα και να λειτουργήσει παράλληλα: με συμβασιούχους αορίστου χρόνου, συμβασιούχους ορισμένου χρόνου, συμβασιούχους έργου, stage, μετακλητούς υπαλλήλους και φυσικά με εξωτερικούς συμβούλους και υπεργολάβους. Αποτέλεσμα αυτού του μοντέλου διαχείρισης ήταν η πλήρης απαξίωση των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και επιπλέον η χαμηλή αποδοτικότητα της κρατικής μηχανής μιας και για την ίδια δουλειά πολλές φορές πληρώνονται τουλάχιστον 7 διαφορετικοί εργαζόμενοι με διαφορετικό καθεστώς εργασίας, οι οποίοι θα πρέπει να συνεργαστούν για την παροχή ενός, εκ του αποτελέσματος κρινόμενο, χαμηλής ποιότητας προϊόντος. Χωρίς την αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, την εμπέδωση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών-επιχειρηματιών και δημοσίων λειτουργών, αλλά και την ενίσχυση του πνεύματος αξιοκρατίας και πάταξης της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα δεν θα είναι εύκολη η μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: