Καθημερινή, 14 Δεκεμβρίου 2008
Των Σπύρου Μακρυδάκη* και Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου**
Γιατί η αξία των αγαθών και υπηρεσιών που εξάγουν η Φινλανδία και η Δανία είναι 3,5 φορές μεγαλύτερη από τις δικές μας εξαγωγές, αν και ο πληθυσμός τους είναι ο μισός της Ελλάδος; Μπορούμε να ανταγωνιστούμε επαρκώς αυτές τις χώρες στο παγκοσμιοποιημένο χωριό που ζούμε; Μπορούμε να αυξήσουμε τις εξαγωγές μας; Αυτά είναι κρίσιμα ερωτήματα, τα οποία απαιτούν σοβαρή και αντικειμενική σκέψη.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες και διεθνώς αξιόπιστες Εκθέσεις Ανταγωνιστικότητα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ και του IMD η Ελλάδα βρίσκεται στην 67η (μεταξύ 134 χωρών) και στην 42η (μεταξύ 55 χωρών) θέση αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι ως χώρα έχουμε περιθώρια βελτίωσης.
Είναι σαφές ότι ο κυριότερος λόγος για τη σχετικά χαμηλή ανταγωνιστικότητα είναι ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις γίνονται συνεχώς λιγότερο ικανές να ανταγωνισθούν διεθνώς. Αυτό σημαίνει λιγότερες εξαγωγές, λιγότερα φορολογικά έσοδα για το κράτος και συνεπώς διόγκωση του δημόσιου χρέους για να καλυφθούν οι ανάγκες του προϋπολογισμού.
Η προσπάθεια για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας απαιτεί θυσίες και συναίνεση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, η οποία λείπει αυτή τη στιγμή. Η κατάσταση είναι κρισιμότερη τώρα, δεδομένου ότι βρισκόμαστε στη μέση μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Σε πρόσφατο άρθρο του ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Harvard, Michael Porter, ειδικός σε θέματα ανταγωνιστικότητας, σημειώνει ότι: «η εμπειρία μάς διδάσκει ότι σε περιόδους κρίσεις, για να αντιμετωπίσουμε το άμεσο πρόβλημα θα πρέπει να υποστηρίξουμε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική». Μπορεί λοιπόν η τρέχουσα κρίση να παρουσιάζει μια μεγάλη ευκαιρία: Να συμφωνήσουμε όλοι στην ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς μας.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι παρά τις όποιες οικονομικές μας ανάγκες, υπάρχει ένας μεγάλος περιορισμός: οι διαθέσιμοι πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι. Συνεπώς θα πρέπει να αποφασίσουμε τι θα χρηματοδοτήσουμε και τι όχι. Θα πρέπει να θέσουμε μακροπρόθεσμες οικονομικές προτεραιότητες που θα φέρουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για τη χώρα τις επόμενες δεκαετίες. Το να λέμε ότι «το κράτος φταίει για όλα», και «να κόψει το κεφάλι του να βρει τα λεφτά», είναι εκτός πραγματικότητας. Είναι σαν να βάζουμε το κεφάλι μας στην άμμο και να προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος.
Ωστόσο, για να είναι επιτυχής η προσπάθεια στρατηγικού σχεδιασμού για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας απαιτούνται αμοιβαίες υποχωρήσεις και συναίνεση. Εργο δύσκολο, μιας και προϋποθέτει τη σύγκλιση αντίθετων θέσεων, την αποφυγή μονολιθικών απόψεων και αντιλήψεων, αυξημένη δόση εξωστρέφειας και κυρίως την προσέλευση στον διάλογο με διάθεση σύνθεσης για το κοινό καλό.
Η εύκολη επιλογή είναι η οχύρωση πίσω από κεκτημένα δικαιώματα και παρωχημένες αντιλήψεις περί ανάπτυξης και βελτίωσης των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης. Ωστόσο, οι εκρηκτικές παγκόσμιες κοινωνικό - οικονομικές εξελίξεις δεν επιτρέπουν τη στασιμότητα.
Για να μπορέσουμε όλοι να συμμετάσχουμε στα οφέλη που θα προκύψουν από την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μας θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε μέρος από τις σημερινές μας ανάγκες για να δρέψουμε μεγαλύτερα οφέλη στο μέλλον.
Οι άνθρωποι των επιχειρήσεων το γνωρίζουν καλά αυτό. Για να εισέλθεις σε μία καινούργια αγορά και να αναπτυχθείς αύριο, θα πρέπει να «ζοριστείς», να προσπαθήσεις περισσότερο σήμερα. Το γνωρίζουν καλά και όσοι σπουδάζουν. Κάνουν θυσίες ως φοιτητές για να βελτιώσουν τις πιθανότητες για καλύτερες απολαβές (ηθικές και υλικές) και μια ενδιαφέρουσα εργασία στο μέλλον. Αυτό θα πρέπει να κάνουμε και ως χώρα. Να ενισχύσουμε την προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις, να πούμε ναι στις αλλαγές σήμερα, που θα φέρουν περισσότερη ανάπτυξη για όλους αύριο.
Για να πετύχουμε απαιτείται να δώσουμε έμφαση στην καινοτομική επιχειρηματικότητα που θα παράγει προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Θα πρέπει να προτάξουμε τις επενδύσεις στην παιδεία, την έρευνα και τεχνολογία, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τον υψηλού εισοδήματος τουρισμό, με στρατηγικό στόχο να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί στο μέλλον. Ακόμα πιο σημαντικό είναι να παρέχουμε στους νέους μας την ευκαιρία να κάνουν πραγματικότητα τις ιδέες τους και να είναι σε θέση να ιδρύσουν εταιρείες που θα δραστηριοποιούνται επιτυχώς διεθνώς. Γιατί δύο σπουδαστές μπορούν να ιδρύσουν εταιρείες στις ΗΠΑ, σαν την Google, και να γίνουν δισεκατομμυριούχοι και δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο στην Ελλάδα;
Απαιτείται να αποφασίσουμε ότι θέλουμε να επενδύσουμε τώρα για να βελτιώσουμε τη μελλοντική μας ανταγωνιστικότητα. Η κατανάλωση ικανοποιεί τις παρούσες ανάγκες, αλλά αγνοεί το μέλλον των παιδιών μας. Οι επενδύσεις για το μέλλον απαιτούν θυσίες στο παρόν, αλλά βελτιώνουν σημαντικά τις πιθανότητες των νέων γενεών για μια καλύτερη ζωή. Οι διαθέσιμοι πόροι ποτέ δεν είναι αρκετοί, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά ακόμα και στις πιο πλούσιες χώρες. Χρειάζεται λοιπόν ένας ορθολογικός τρόπος να αποφασίσουμε μεταξύ του τώρα και του μέλλοντος. Αν χάσουμε το στοίχημα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας θα το «πληρώσουν» οι επόμενες γενιές.
Οπως σημειώνει και ο καθηγητής Porter: «η στρατηγική μας για την ανταγωνιστικότητα πρέπει να περιλαμβάνει ξεκάθαρες προτεραιότητες, βασισμένες στην ανάλυση των δυνατών και αδύνατων σημείων της οικονομίας μας. Θα πρέπει να έχει την ξεκάθαρη υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας και να εστιάζει στην ανταγωνιστική μας πραγματικότητα και όχι στην υπεράσπιση των παλαιών μας πολιτικών». Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας είναι υπόθεση όλων μας.
*Ομότιμος καθηγητής του INSEAD και Πρόεδρος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Εθνικού Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας και Ανάπτυξης
**Μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Εθνικού Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας και Ανάπτυξης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου