Από την "Καθημερινή"
Του Αλέξη Παπαχελά
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες ο εγγονός του ιστορικού σταθμάρχη της CIA Toμ Καραμεσίνη, ο Τζέρι Καραμεσίνης, εμφανίσθηκε προχθές στη Νομική Σχολή και πέταξε δύο μολότοφ στη Σόλωνος. Ανήκε σε μια ειδική επιχειρησιακή ομάδα του αμερικανικού Πενταγώνου, που έχει ως σχέδιο να κάψει σιγά - σιγά ένα μεγάλο μέρος ελληνικού εδάφους και στο τέλος να πυρπολήσει το ελληνικό κομμάτι του αγωγού Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη. Πρόκειται για καλά μελετημένο σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας...
Αφού διευκρινίσουμε –για παν ενδεχόμενο– ότι οι παραπάνω πληροφορίες αποτελούν αποκύημα φαντασίας, θα πρέπει να σημειώσουμε πως δυστυχώς υπάρχουν σοβαροί άνθρωποι στην Ελλάδα του 2008 οι οποίοι κυκλοφορούν βλακώδη σενάρια, εμπλέκοντας ξένες δυνάμεις στην κρίση βίας που βιώνουμε αυτές τις μέρες.
Δεν είναι η πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική μας ιστορία που αρνούμεθα να αντιμετωπίσουμε με ωριμότητα ένα φαινόμενο. Όταν η «17 Νοέμβρη» βρισκόταν στο απόγειό της, ανθούσαν δεκάδες θεωρίες συνωμοσίας: ο Ανδρέας ήταν ο αφανής αρχηγός της οργάνωσης, επρόκειτο για παρακρατικό παρακλάδι της «Κόκκινης Προβιάς», ειδική ομάδα με Αμερικανούς πράκτορες κ.λπ κ.λπ. Οι εφημερίδες της εποχής ήταν γεμάτες από τέτοιου είδους θεωρίες και ερμηνείες που βόλευαν τους πάντες, ειδικά αυτούς που δεν ήθελαν ή δεν ήξεραν να κάνουν τη δουλειά τους.
Με την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» αποδείχθηκε εν τέλει το αυτονόητο. Το ελληνικό κράτος ήταν παντελώς διαλυμένο και ανέτοιμο να αντιμετωπίσει μια σοβαρή κρίση τρομοκρατίας. Οι αστυνομικοί δούλευαν σαν παλιοί χωροφύλακες ψάχνοντας πάντοτε μοτοσυκλέτα διαφυγής, ενώ οι τρομοκράτες έπαιρναν απλώς ταξί ή λεωφορείο. Οι αξιωματικοί απέδιδαν μονίμως τη μη σύλληψη των τρομοκρατών στην «κακή τους τύχη». Οι πολιτικοί φοβόντουσαν να κάνουν τη δουλειά τους για να μην κάνουν κάποια γκάφα προκαλώντας μερίδα του Τύπου. Η ελληνική κοινωνία αδιαφορούσε για το πρόβλημα και τα θύματά του. Στο τέλος δηλαδή της ιστορίας δεν υπήρχε καμιά μεγάλη συνωμοσία, αλλά απλή ανικανότητα πολιτικών αλλά και κρατικών λειτουργών καθώς και έλλειψη πολιτικής βούλησης. Όταν το πράγμα σοβάρεψε, λόγω Βρετανών και Ολυμπιακών, το πρόβλημα λύθηκε.
Δυστυχώς η ιστορία επαναλαμβάνεται. Τα τελευταία χρόνια έχουν συμβεί σημαντικά γεγονότα: η δολοφονία του ειδικού φρουρού τον Δεκέμβριο του 2005, οι βομβιστικές επιθέσεις κατά Βουλγαράκη και άλλων στόχων, δολοφονικές επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα κ.λπ. Η πολιτική ηγεσία δεν κατάλαβε ποτέ το πρόβλημα και δεν του απέδωσε σημασία, παροπλίζοντας πολύτιμα στελέχη του κρατικού μηχανισμού. Όσοι, θεωρούμενοι «παράφρονες», προέβλεπαν πως τα φαινόμενα βίας και τρομοκρατίας θα αναζωπυρώνονταν, δικαιολογημένα τώρα ανησυχούν. Γιατί όταν η ανικανότητα κράτους και πολιτικών συνδυάζεται με μια περίοδο σήψης και απονομιμοποίησης της αστυνομίας και του κράτους, τα πράγματα γίνονται πιο επικίνδυνα.
Θα ήταν κρίμα να γυρίσουμε στη δεκαετία του ’80 αναζητώντας πάλι προβοκάτορες και ξένες δυνάμεις σε ένα εγχώριο πρόβλημα προκειμένου να δικαιολογήσουμε τις δικές μας αδυναμίες. Το ανησυχητικό δεν είναι ότι όσα ζούμε συντονίζονται από κάποιο σκοτεινό κέντρο, το ανησυχητικό είναι πως αν πράγματι μια ξένη δύναμη ήθελε να μας αποσταθεροποιήσει, θα καταλάβαινε πόσο εύκολο είναι. Και κάτι ακόμη: ελπίζουμε όλοι ότι οι τριτοκοσμικές θεωρίες συνωμοσίας περί ξένων δυνάμεων δεν προέρχονται από παρακυβερνητικούς κύκλους. Γιατί αυτό θα σήμαινε πως δεν μπορούν να προστατεύσουν τη χώρα ούτε απέναντι σε εσωτερικό ούτε σε εξωτερικό κίνδυνο, αλλά ούτε εν τέλει και απέναντι στη βλακεία...
Σχόλιο: Και αν πάσι περιπτώσει ακόμη και αν ισχύουν οι θεωρίες συνωμοσίες είναι στη διακριτική ευχέρεια κάθε κράτους να τις αποτρέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου